ιερ(ο)-

ιερ(ο)-
α' συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β' συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α' συνθετικό όρων τής ανατομίας που αναφέρονται στο ιερό οστό
πρβλ. ιερακανθώδης, ιεροκοκκυγικός, ιερολαγόνιος.
ΣΥΝΘ. ιεράρχης, ιεροβοτάνη, ιερογλύφος, ιερόγλωσσος, ιερογράφος, ιεροδιδάσκαλος, ιερόδουλος, ιεροκήρυκας(-υξ), ιερολόγος, ιερομάντης(-ις), ιερομνήμονας (-ων), ιεροσκόπος, Ιεροσόλυμα, ιερόσυλος, ιεροτελεστής, ιερουργός, ιεροφυλάκιο(ν), ιεροφύλακας(-αξ), ιεροψάλτης, ιερώνυμος
αρχ.
ιεράγγελος, ιεραγώ, ιεραγωγός, ιερανομώ, ιεραοιδός, ιεραπόλος, ιεράρχιος, ιεραύλης, ιεραφόρος, ιερογλωσσόκομον, ιερογνωσία, ιερογομφία, ιερογραμματεύς, ιερόγραπτος, ιερόδακρυς, ιεροδόκος, ιερόδρομος, ιεροθαλλής, ιεροθαρσαλέως, ιεροθήκη, ιεροθρησκεία, ιερόθρους, ιεροθύτης, ιερόθυτος, ιεροθύω, ιεροκαλλίνικος, ιεροκάπηλος, ιεροκαυτώ, ιεροκόμος, ιεροκορακικά, ιεροκόρος, ιεροκτίστης, ιερόκτιτος, ιεροκώμη, ιερόλαμπρος, ιερόληπτος, ιερομάκαρ, ιερομανία, ιερομηνία, ιερομοσχοσφραγιστής, ιερόμυρτος, ιερονίκης, ιερονόμος, ιερονουμηνία, ιεροόστεον, ιεροπαρέκτης, ιερόπλαστος, ιερόπλοκος, ιεροποιός, ιερόπολις, ιεροπομπός, ιερόπρακτος, ιεροπράκτωρ, ιεροπρόσπολος, ιερόπτης, ιεροσαλπιγκτής, ιεροσαλπιστής, ιεροσέβαστος, ιεροστάτης, ιερόστεπτος, ιεροστολιστής, ιερόστολος, ιεροταμίας, ιεροτέκτων, ιεροτεύκτης, ιερότροχος, ιερουλίζω, ιερουπώλης, ιεροφάντης, ιεροφάντωρ, ιεροφοιτώ, ιεροφόρος, ιερόφωνος, ιεροφωρώ, ιερόχθων, ιερόψυχος
(αρχ. -μσν.) ιερομύστης, ιεροπρεπής
μσν.
ιερανάγκη, ιεροάγιος, ιερόβλαστος, ιερογενής, ιερόγραφος, ιεροδενδρία, ιερόθεος, ιεροθέτης, ιεροκήρυκτος, ιερόμορφος, ιερόνικος, ιεροπαράδοτος, ιεροπάτωρ, ιερόπνευστος, ιεροποίμην, ιερόπραξις, ιερόσκευον, ιεροτάφιον, ιεροτελετή, ιεροτελώ, ιερότευκτος, ιερότυπος, ιεροφεγγής, ιερόφρων
μσν.-νεοελλ. ιεροδιάκονος, ιεροκατήγορος, ιεροκρύφιος, ιεροκτόνος, ιερομάρτυρας(-υς), ιερομόναχος
νεοελλ.
ιερακάνθιος, ιερακανθώδης, ιεραπόστολος, ιερεξεταστής, ιεροδικαστήριο, ιεροδικαστής, ιεροδίκης, ιεροεξεταστής, ιεροκοκκυγικός, ιεροκρατία, ιεροκρατικός, ιερολαγόνιος, ιερομαντεία, ιερομητρικός, ιερονωτιαίος, ιερορράπτης, ιερορραφείο, ιεροσπουδαστήριο, ιεροσπουδαστής, ιεροσφυϊκός, ιεροχλόη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἱέρ' — Ἱέρᾱͅ , Ἱέρη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱέρ' — ἱερά̱ , ἱερά serpent fem nom/voc/acc dual ἱερά̱ , ἱερά serpent fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἱεραί , ἱερά serpent fem nom/voc pl ἱεραί , ἱεραί filled with fem nom/voc pl ἱερά̱ , ἱερή fem nom/voc/acc dual ἱερά̱ , ἱερή fem nom/voc sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηγεμόνεια — ἡγεμόνεια, ἡ (Α) θηλ. τού Ηγεμονεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ηγεμον εύς (πρβλ. ιερ εύς, ιέρ εια)] …   Dictionary of Greek

  • καθιερουργώ — καθιερουργῶ, έω (Α) (μόνο παθ.) καθιερουρνοῡμαι καθιερεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἱερ ουργῶ (< ἱερ ουργός)] …   Dictionary of Greek

  • έξαρση — η (Α ἔξαρσις) [εξαίρω] ύψωση, ανύψωση νεοελλ. 1. διανοητική ή ψυχική ανύψωση, ανάταση σε ανώτερες σφαίρες τού ιδεατού κόσμου, μεταρσίωση («έξαρση τού νου, τής φαντασίας») 2. γεωλ. η ανύψωση τμημάτων τής επιφάνειας τής γης, που οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • ζυγοσύνη — ζυγοσύνη, ἡ (Μ) η επιβολή ζυγού, εξουσία πάνω σε κάποιον, η κυριαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγ ός + κατάλ. (ο)σύνη (πρβλ. δικαιο σύνη, ιερ οσύνη)] …   Dictionary of Greek

  • θυτείον — θυτεῑον, τὸ (Α) ορισμένος τόπος όπου τελούνται θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυτ (πρβλ. το αμάρτυρο ρηματικό επίθ. *θυτός [μαρτυρείται μόνο τ. ά θυτος]) + κατάλ. είον (πρβλ. αστεροσκοπ είον, ιερ είον)] …   Dictionary of Greek

  • ιέρεια — ἡ (ΑΜ ἱέρεια, Α ιων. τ. ἱρείη, επικ. τ. ἱερέη και ἱερῇ, δωρ. τ. ἱρέα και ἱαρέα και ἱαρία) αφοσιωμένη σε κάποιο θεό, επιφορτισμένη να τελεί θρησκευτικές τελετές νεοελλ. «ιέρεια τής τέχνης» διάσημη ηθοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ιερεύς* (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ιεράγγελος — ἱεράγγελος, ὁ (Α) θεωρός* που ανήγγελλε την έναρξη τής θρησκευτικής πανήγυρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + άγγελος] …   Dictionary of Greek

  • ιεράρχης — ὁ (ΑΜ ἱεράρχης, Α βοιωτ. τ. ἱεράρχας) ο επίσκοπος, ο μητροπολίτης ή ο πατριάρχης (νεοελλ. μσν.) φρ. «οἱ Τρεῑς Ἱεράρχαι» οι τρεις επιφανείς πατέρες τής Εκκλησίας και θεολόγοι τού Δ αιώνα, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”